ομοκυκλικός

ομοκυκλικός
-ή, -ό
φρ. «ομοκυκλικές ενώσεις»
χημ. κατηγορία κυκλικών οργανικών ενώσεων τα μόρια τών οποίων περιέχουν έναν ή περισσότερους κυκλικούς δακτυλίους αποτελούμενους αποκλειστικά από άνθρακα, αλλ. καρβοκυκλικές ενώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homocyclic (< ομ[ο]-* + κυκλικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”